- φρήν
- 5424 φρήν{сущ., 2}ум, мышление, рассудок, сердце (1Кор. 14:20).*▲ ключ.сл.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
φρήν — midriff fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
φρῆν — φρέω pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρασί — φρήν midriff fem dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρασίν — φρήν midriff fem dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενοῖν — φρήν midriff fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενί — φρήν midriff fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενός — φρήν midriff fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεσσί — φρήν midriff fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεσί — φρήν midriff fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεσίν — φρήν midriff fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)